- δείλι
- το (AM δείλη, η)το απόγευμα, μετά το μεσημέρι και προτού σκοτεινιάσειαρχ.1. νωρίς το απόγευμα («ἤδη ἦν μέσον ἡμέρας, ἡνίκα δὲ δείλη ἐγένετο») ή αργά, προς το βράδυ («τῆς ἡμέρας ὅλης διῆλθον... ἀλλὰ δείλης ἀφίκοντο»)2. φρ. α) «δείλη πρωΐη» — από 1 μ.μ. έως 3 μ.μ. περίπουβ) «δείλη ὀψίη» — από 3 μ.μ. έως 6 μ.μ. περίπουγ) «πρὸ δείλης ἐᾠας» — νωρίς το πρωίδ) «περὶ μεσημβρίαν δείλην» — γύρω στο μεσημέριε) «ἕωθεν καὶ δείλης» — νωρίς το πρωί και αργά το απόγευμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράλληλο τ. τού δείελος*, αντί τού ορθότερου δειέλη. Ο νεοελλ. τ. δείλι, το < δείλη η, με αναλογική μεταβολή τού γένους].
Dictionary of Greek. 2013.